απαξία

απαξία
η
η έλλειψη ηθικής αξίας: Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς την αξία ή την απαξία ορισμένων πραγμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαξία — η (Α ἀπαξία) ηθικός ξεπεσμός, έλλειψη ηθικής αξίας νεοελλ. Φιλοσ. το αντίθετο της ηθικής αξίας …   Dictionary of Greek

  • ἀπαξίας — ἀπαξίᾱς , ἀπαξία disvalue fem acc pl ἀπαξίᾱς , ἀπαξία disvalue fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαξίαν — ἀπαξίᾱν , ἀπαξία disvalue fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαξιῶν — ἀπαξία disvalue fem gen pl ἀπαξιόω disclaim as unworthy pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀπαξιόω disclaim as unworthy pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀπαξιόω disclaim as unworthy pres part act masc nom sg ἀπαξιόω disclaim …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • μηδαμινότητα — η η ιδιότητα τού μηδαμινού, αναξιότητα, παντελής απαξία, ευτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԱՐԺԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0116 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 14c գ. ἁνάξιον, ἁπαξία indignitas Անարժան գտանիլն. անարժանաւորութիւն. ոչն արժանի լինել կամ երեւիլ. եւ յետնութիւն. ցածութիւն. նուաստութիւն. ... *Որ զանց արարեր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αυτοσυναίσθημα — το, ατος η ευχάριστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάστασή μας από την ιδέα μας για την αξία ή απαξία του εαυτού μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”